γείνομαι

γείνομαι
γείνομαι (Α)
1. γεννιέμαι
2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) γεννώ, φέρνω στον κόσμο (για πατέρα, μητέρα ή την πατρίδα) (α. οἱ γεινάμενοι
οι γονείς
β. ὁ γεινάμενος
ο πατέρας
γ. ἡ γειναμένη
η μητέρα
δ. «πατρίς ἥ μ' ἐγείνατο» — η πατρίδα που μέ γέννησε, Ευρ.)
3. (για τον Δία) φέρνω στον κόσμο, δημιουργώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. γείνομαι απαντά στον Όμηρο με τον τ. τού μτβ. α' αορ. εγεινάμην (πιθ. < *ε-γεν-σ-άμην), καθώς και με τους τ. γεινόμενος, γεινόμεθα, που ερμηνεύθηκαν είτε ως μετρική παρέκταση τών γενόμενος, γενόμεθα είτε αντί τών γι(γ)νόμενος, γι(γ)νόμεθα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γείνομαι — y aor subj mid 1st sg (epic) γείνομαι y pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεινόμεθα — γείνομαι y aor subj mid 1st pl (epic) γείνομαι y pres ind mp 1st pl γείνομαι y imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γειναμένων — γείνομαι y aor part mid fem gen pl γείνομαι y aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεινομένων — γείνομαι y pres part mp fem gen pl γείνομαι y pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεινάμενον — γείνομαι y aor part mid masc acc sg γείνομαι y aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεινόμενον — γείνομαι y pres part mp masc acc sg γείνομαι y pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γείνεαι — γείνομαι y aor subj mid 2nd sg (epic) γείνομαι y pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γείνεο — γείνομαι y pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) γείνομαι y imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γείνεται — γείνομαι y aor subj mid 3rd sg (epic) γείνομαι y pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γείνηται — γείνομαι y aor subj mid 3rd sg γείνομαι y pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”